μεταβιβάσιμος

μεταβιβάσιμος
transmissible

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μεταβιβάσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να μεταβιβαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”